|
(-ήνος) ο мед., бот. лишай #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лишай? — λειχήν как с (ново)греческого переводится слово λειχήν? — лишай — σαρδέλλα — στοιχείωμα — δικαρπώ — μουχλός — στενοθώρακας — ακρίδα — κόλληση — πτέρις — μηλειός — ποτέ — Ιταλός — πλειονότητα — αργυροκάνατο — ίσταμαι — κεκλημένος — κατάλυση — αρνά — φυτοβένθος — αιμοστάτης — χάραξη — ψιλολόγιά |
|||