Новогреческий словарь
κιάλια
κιάλια
τα
бинокль
;
βλέπω μέ ~ — смотреть в бинокль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бинокль
? —
κιάλια
как с
(ново)греческого
переводится слово
κιάλια
? — бинокль
#
(ново)греческий словарь
—
ευκολομίλητος
—
διαλογιστικότητα
—
σαπουνόχωμα
—
νεκρολάτρης
—
ημερολόγιο
—
διπλωτικός
—
κατασπάζω
—
φυλλομετρητής
—
δανέζικος
—
χωρισμός
—
διηγούμαι
—
ευπείθεια
—
ενταύθα
—
καταιονώ
—
αυγοτέμπερα
—
αδειπνος
—
κιμωλία
—
σύρτις
—
γλυκοκοίμισμα
—
δωροδοκώ
—
πτυελοδόχη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве