|
ретроспективно, оглядываясь назад #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ретроспективно? — αναδρομικά как на (ново)греческом будет слово оглядываясь назад? — αναδρομικά как с (ново)греческого переводится слово αναδρομικά? — ретроспективно, оглядываясь назад — αερόμετρο — ημιαναίσθητος — τρείς — υποβίβαση — μεταμόσχευση — Γ — πυκνότης — φούχτωμα — μίλτινος — γαλλομανής — Ελλαδίτισσα — δεκαμερία — ματαιόσχολος — αψιδοειδής — δυσαρμονία — κτηνοτρόφος — λατομείο — προσπέρασμα — Ημικύκλιο — γενετικός — σκράπ |
|||