|
1) размахивать, потрясать (чем-л.); 2) вздымать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово размахивать? — αναπάλλω как на (ново)греческом будет слово потрясать? — αναπάλλω как на (ново)греческом будет слово вздымать? — αναπάλλω как с (ново)греческого переводится слово αναπάλλω? — размахивать, потрясать, вздымать — λυδικός — αυθαιρετώ — ανακεφαλαίωση — αγαλβάνιστος — καταδνώκομαι — κάτασπρος — αντιδημοτικότητα — τετραξονικός — συνορίτισσα — ανυπόβλητος — φυτολόγιο — σάκος — αθερμικός — ζαπτιές — γκαντέμα — κατασκονίζω — συζήτηση — ακριβοζυγιασμένος — περιπλανώμενος — ξεφτίδι — αυτοπέδηση |
|||