|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συντομευτικός? — — καταρραχής — υδρομάλαξη — μαμούρης — κοινωνίστρια — βιβλιεκδότις — καπάρο — μαδρεπόραι — ξεθέρμισμα — συλλάβισμα — ξενοφοβικός — καταβαίνω — σκορπισμός — ξεφεύγω — άπτερος — χοιράδες — τραγουδάκι — εξάπλευρο — λέγομαι — λούλα — ουκρανικός — γοναταριά |
|||