Новогреческий словарь
ασφυκτικά
ασφυκτικά
битком набитый
;
~ γεμάτη αίθουσα — битком набитый зал
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
битком набитый
? —
ασφυκτικά
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασφυκτικά
? — битком набитый
#
(ново)греческий словарь
—
ατός
—
γυναικοφέρνω
—
αιθεροβάτις
—
παρορμητικός
—
διαφανοσκόπία
—
συμπυροβόληση
—
διαγγέλλω
—
διχοτόμος
—
μασκαρευω
—
απόσκεπος
—
πανδημικός
—
οπλισμός
—
ρέστος
—
κλίνω
—
ταγματαλήτης
—
πεζικάριος
—
γουρνοχαρά
—
ωραιότατος
—
ξομολογιούμαι
—
ανεμοσκορπίδια
—
ζουρλαίνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве