Новогреческий словарь
συνδεκάζω
συνδεκάζω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνδεκάζω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σποδοειδής
—
πολυακόρεστος
—
ωολεύκωμα
—
σπηλαιώτης
—
δανειομεσίτης
—
βαυκάλημα
—
διακονόθρεμμα
—
ελπίζω
—
άλα
—
δεκατέσσερις
—
χρωματουργός
—
σύγκλιση
—
ιγνύς
—
τάληρο
—
συμπόνια
—
αγωνιστικός
—
πανάκεια
—
Μαροκινός
—
σκλαβιά
—
καμέραμαν
—
φαντασιοκοπία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве