Новогреческий словарь
ευώνυμος
ευώνυμ|ος
левый
;
έξ ~ύμων — слева, с левой стороны
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
левый
? —
ευώνυμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευώνυμος
? — левый
#
(ново)греческий словарь
—
λασπώνω
—
απροσκύνηγος
—
μεσοδόκι
—
ακριτολογία
—
φωριαμός
—
υποτέλεια
—
αέρι
—
φαγώσιμος
—
εποστράκισμα
—
παιδεραστία
—
αιμοφόρος
—
πιστευτός
—
ξενολατρεία
—
μπογιάντισμα
—
εργολαβικός
—
σκουληκιάρης
—
διίδρωση
—
εκλεπτυσμένα
—
υγιεινή
—
ήμερος
—
κατάφωρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве