Новогреческий словарь
κονίστρα
κονίστρα
η прям., перен.
арена
;
βγαίνω (или εμφανίζομαι) στήν πολιτική ~ — выходить на политическую арену
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
арена
? —
κονίστρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κονίστρα
? — арена
#
(ново)греческий словарь
—
τορπιλλητής
—
φημολογώ
—
περικόπτω
—
ξυλόκολλα
—
μακρυχέρης
—
ριντώ
—
εγκαρσιώνω
—
γοργοπέρασμα
—
ενδιατριβή
—
βασιλόπιττα
—
λαθρεμπορικός
—
παρεισδύω
—
νιάνιαρο
—
επόθην
—
αμμόλουτρο
—
οικοδόμος
—
καρυά
—
υποβλέπω
—
θαοματουργός
—
παροικώ
—
βασικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве