|
το действие по гл. σκουληκιάζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκουλήκιασμα? — — οστρεοτροφείο — βέβαια — Αυγή — μακρομικρόμετρον — πιατίνι — υπερκόσμιος — ζερκός — ευέλικτος — πολυσυλλάβως — ζαρζαβάτι — ανείπωτος — μυρίκη — χαρακτηριστικά — βουρβουλίζω — ανακολουθία — διερωτώμαι — τυλίζω — μισοσκότεινος — ροδοπέταλο — ενδιαφέρω — μπατζανάκισσα |
|||