Новогреческий словарь
θόριο
θόριο
το хим.
торий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
торий
? —
θόριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
θόριο
? — торий
#
(ново)греческий словарь
—
συγκεντρικός
—
μεγεθυνηκός
—
εκατοστό
—
τριετία
—
διακανονίζω
—
στέριος
—
υπόβλημα
—
εντεροκολίτιδα
—
καυχησιολόγημα
—
λιθόδμητος
—
ανορθωμένος
—
ετεροβαρής
—
σταχυολόγημα
—
λουφάρω
—
επινεύω
—
ξαναέρχομαι
—
ασυγκατάβατος
—
απληροφόρητος
—
σκυλομούρης
—
συμβουλή
—
συνοικέσιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве