Новогреческий словарь
βυτίον
βυτίον
το 1)
бочка
;
2) мор.
кадка
(водовозная)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бочка
? —
βυτίον
как на
(ново)греческом
будет слово
кадка
? —
βυτίον
как с
(ново)греческого
переводится слово
βυτίον
? — бочка, кадка
#
(ново)греческий словарь
—
μιγαδικός
—
πορπατώ
—
αϊδημητριάτικος
—
μπαμπόγερος
—
ασκορπιστός
—
αυτοδιορίζομαι
—
επιστέφω
—
αραχνοϋφαίνω
—
κρεόζωτον
—
πλαδαρότης
—
νησώδης
—
συνεταιρισηκός
—
χαρτοδεσία
—
παρωνύμιο
—
παραποιημένος
—
τσικούρι
—
κνίδωση
—
ανιστόρητος
—
ακαψάλιστος
—
φρεσκομπογιατισμένος
—
κουφός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве