Новогреческий словарь
σκιαγραφικό
σκιαγραφικό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκιαγραφικό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εννεοσύλλαβος
—
κουτσούλισμα
—
μούτσος
—
ξαναβάζω
—
ξεδιαλύνομαι
—
λεηλάτηση
—
πρόχειρος
—
φυλλοσκεπής
—
παραστεκάμενος
—
φιλόδοξος
—
παντοδύναμος
—
προσωδιακός
—
αλεξικέραονο
—
ανεξερεύνητος
—
κρίμα
—
σύλλογος
—
κρεμώ
—
φανάρι
—
μετρημένος
—
κρυφοκουβεντιάζω
—
ενδεση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве