|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σκιαγραφικό? — — δείγμα — στραγγώ — υποσημαίνω — αράπικος — επιλύχνιος — σόκιν — ασνταξία — καλλίμορφος — πετιμέζι — ξεβράκωτος — ευψυχία — ασυμπλήρωτος — σπειρούμαι — γεναρχία — αλαφρόπετρα — υδροφόιλ — αναβαθμίς — βραστός — χρωματουργός — κατσικοκλέφτης — πυκνόφυλλος |
|||