|
η чайник (заварной) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чайник? — τσαγιέρα как с (ново)греческого переводится слово τσαγιέρα? — чайник — θεομίσητος — τέντζερη — αγιογράφος — αλατογόνος — συσκευαστής — ηλιόβλητος — ονυχοφυία — τυφλοπόντικο — στρογγυλάδα — λουβιάρα — σαλονικιός — εκατοστό — ασπρομαλλούσα — τσάτρα-πάτρα — μηλαφάνα — σκοπιμότητα — αβασταγή — ανακοινωθέν — σουηδικός — βαλκανικός — κοκεταρίζομαι |
|||