|
высоко; === ~ τάς χείρας! — [phrase]руки вверх![/phrase]; μέ τό μέτωπο ~ — с высоко поднятой головой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высоко? — υψηλό как с (ново)греческого переводится слово υψηλό? — высоко — πιπερίνη — ἀκάϊον — γιατρολόγημα — φενακισμός — εξαδυνατώ — χρέμπτομαι — αναφυσητό — οροπέδιο — βωλοδέρνομαι — ανέκδαρτος — χορδιστής — αυθομολογούμενος — μουσκεύω — χρησιμεύω — βάθος — πολυθεσία — φατνιορραγία — πουτανιά — μετρούμαι — μολύβι — εκφύλλιση |
|||