Новогреческий словарь
βαριοφαίνεται
βαριοφαίνεται
(αόρ. βαριοφάνηκε)
не нравится, неприятно
;
νά μήν σού βαριοφανεί — [phrase]не хочу(__,__) чтобы ты обиделся[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не нравится
? —
βαριοφαίνεται
как на
(ново)греческом
будет слово
неприятно
? —
βαριοφαίνεται
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαριοφαίνεται
? — не нравится, неприятно
#
(ново)греческий словарь
—
πληρώννομαι
—
κλειστοφοβικός
—
εμβαθύνω
—
ειρηνιστικός
—
απολιθώνομαι
—
εξετάσιμος
—
καλοαναθρεμμένος
—
απύρι
—
πιθηκάνθρωπος
—
ψευτοκουλτουριάρα
—
αποθρασύνω
—
λάντζα
—
μαγγανησιούχος
—
κουρώ
—
αμοιβάδα
—
χαοτικός
—
προνομή
—
φυσιοκρατία
—
χαρτώνω
—
αγκίστρωση
—
μίκραιμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве