|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άπιστα? — — ολοκληρωτικώς — κοσμαγάπητος — σκωπτικώς — χάλι — λίχνευμα — ειρηνοφιλία — λυρικός — διακεκριμένως — οφθαλμοσκόπηση — εγκλιτικό — χολαιμικός — λογύδριο — μπεμπέκος — κεφαλόσκαλο — νεώλκιον — κινηματογραφώ — κερδώ — ταγματαλήτης — ένδακρυς — αισθητοποιητικός — ορθογραφία |
|||