|
см. αντρειευ - #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανδρειευ-? — — γόμα — απώθηση — αρνοκοπή — νίψις — αμφισβητήσιμος — οξειδώνω — αραίωση — απολούζω — αναυτολόγητος — αχινός — βουνώδης — διακόφτό — γεώλοφος — καπνίλα — ταπετσάρω — πνευμονογραφικός — προκαθορίζω — αποχεριού — αρμακάς — κυβικός — αναντίστρεπτος |
|||