Новогреческий словарь
επιπροσθέτω
επιπροσθέτω
(αόρ. επιπροσέθεσα и επιπροσέθηκα)
добавлять, прибавлять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
добавлять
? —
επιπροσθέτω
как на
(ново)греческом
будет слово
прибавлять
? —
επιπροσθέτω
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιπροσθέτω
? — добавлять, прибавлять
#
(ново)греческий словарь
—
θέρμανση
—
σκελετό
—
απλοποίηση
—
αμνηστεύσιμος
—
σαγηνεύτρα
—
πετρελαιοπαραγωγός
—
μετάγω
—
ηγήτωρ
—
επέκταμα
—
λαχταράω
—
κέδρωση
—
συναδελφικότητα
—
διτετράγωνος
—
αξιοπαρατήρητος
—
πατρωνυμικό
—
τρίτη
—
καϊσιά
—
ξεκακίζω
—
αναπτερογίζω
—
νομότυπος
—
είναι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве