Новогреческий словарь
τσελικώνω
τσελικώνω
1.
закалять
;
2.
закаляться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
закалять
? —
τσελικώνω
как на
(ново)греческом
будет слово
закаляться
? —
τσελικώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσελικώνω
? — закалять, закаляться
#
(ново)греческий словарь
—
Επτανήσιος
—
ολιγόλεπτος
—
δαμασκί
—
ξεπουπούλιασμα
—
αγριοφωνάρα
—
αποκριάτικος
—
τερατομορφία
—
μισθώτρια
—
χιονοπόλεμος
—
παραπεμπτικό
—
πήχη
—
σπιρουνιά
—
αποκόμιση
—
ξώστεγο
—
ατεκμηρίωτος
—
ξεσκλάβωμα
—
καλύβα
—
κόσκινο
—
νομαδισμός
—
μικρόσωμος
—
κάλτσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве