|
очищать от сажи (дымоход и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очищать от сажи? — ξεκαπνίζω как с (ново)греческого переводится слово ξεκαπνίζω? — очищать от сажи — μεσόζωα — βοητό — αστεροβριθής — Σύρος — γοητευτικός — γαλακτούχος — καρφίτσα — ιερωσύνη — ψίκι — ταχύ- — μαρμίτα — άπηκτος — διασκορπιστός — υπερπαστερίωση — καλαμποκιά — υδατώδης — πλαστός — σαφήνιση — αποκοσκινίδια — μέλεγος — ρευματισμός |
|||