Новогреческий словарь
πορτοφόλι
πορτοφόλι
το
бумажник, кошелёк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бумажник
? —
πορτοφόλι
как на
(ново)греческом
будет слово
кошелёк
? —
πορτοφόλι
как с
(ново)греческого
переводится слово
πορτοφόλι
? — бумажник, кошелёк
#
(ново)греческий словарь
—
νανοσωλήνα
—
μολυβδόχρους
—
υπουργοποιούμαι
—
πολυγραφώ
—
εικοσάρι
—
αναζωογόνηση
—
μορτιτικός
—
βδομαδιάτικος
—
ιερωμένος
—
ρηχία
—
φιλοχρηματία
—
σμαλτωμένος
—
πανέμμορφος
—
μαυρισμένος
—
απανωτιαστά
—
υπακτικός
—
αναποδογυρισιά
—
υπερτονώνω
—
ηλεκτροθεραπεία
—
αναρχιστικός
—
οχλαγωγία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве