|
получать удовольствие (от какого-л. дела), любить (какое-л. занятие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово получать удовольствие? — αρέσκομαι как на (ново)греческом будет слово любить? — αρέσκομαι как с (ново)греческого переводится слово αρέσκομαι? — получать удовольствие, любить — δισέγγονον — χιονότρυπα — διαλείπω — προγραμματικά — λουμπαρδιάρης — διαπρεπής — θεοποιούμαι — αμελέτητο — στρατηγία — συγκαταλέγομαι — εξαναγκαστικός — συγκαιρινός — μελιτοφόρος — τραπεζώνω — μονδαμίνη — καυχησιάρικος — άδειασμα — ουλούκι — μεταδίδω — κατουρλιό — νηστευτής |
|||