|
стонать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стонать? — γογγολογάω как с (ново)греческого переводится слово γογγολογάω? — стонать — επαρχιωτοπούλα — τσόφλι — αρτοπαρασκευαστής — ωτίτης — άδοξος — μαξιλλάρωμα — μαυροφορεμένος — μακρομάλλης — καλλιτέχνις — αναστρεπτήρας — τραγούδημα — εκπίπτομαι — λαγώς — ξαγορά — μαχαλάς — κουρντίζω — αλλοπαθητικός — ηπατορραγία — κυκλοφορικός — αεραέριο — προπεμπτήριο |
|||