|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μυθοποιούμαι? — — κοντοστέκω — δάρμα — αρπακτικός — ανήξευρος — σκέλεθρο — προσεπιμέτρηση — σακκουλήσιος — καρδιοχειρουργική — διαπόμπευση — διέταμον — οδομετρικός — καβουροσαλάτα — διαβολοτεχνίδια — βλήχημα — κοψίδι — αρνοτόμαρο — γλυκοκοιμάω — βρέμα — καταφρονητικός — μικρέμπορος — παρωδία |
|||