|
уст. выпрямлять, выправлять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выпрямлять? — ευθειοποιώ как на (ново)греческом будет слово выправлять? — ευθειοποιώ как с (ново)греческого переводится слово ευθειοποιώ? — выпрямлять, выправлять — ρωσικός — αυτοδικάζομαι — παραβλέπω — σιναπέλαιο — αντιδραστικός — κατσικίσιος — ελαφρόνοια — καφενόβιος — πραιτωριανοί — αλληλασφάλεια — λαύρα — εντολοδόχος — προϊών — κοκκορεβυθιά — τριήρης — ερπυσμός — τριαντάφυλλο — συγκρητισμός — αναφανδόν — προϊόν — αγγειοσπασμός |
|||