|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ορογραφικός? — — αποδόχος — αδέκαστα — μαντύα — μάππας — χαρτοδέτης — ξυλοστάτης — ασβεστωτής — σκυλίσιος — κτηνιατρική — ζαβολιάρικος — σφαλάω — δρυμός — κατοικοδημότις — φαλτσάρω — χέζας — υπέρθυρος — αμάτιγος — διασύρω — πλασμώδιο — γεβέντισμα — διπλοθεμελιώνω |
|||