|
το физ. склерометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово склерометр? — σκληρόμετρο как с (ново)греческого переводится слово σκληρόμετρο? — склерометр — αψηλώνω — κουρβουλιάζω — καλοξημερώνει — αιματοπότις — ηθικότητα — ορνίθι — προσανατολισμένος — επιστήριξις — πλειοψηφούσα — κατάδειξη — ομομήτριος — αποπερατώνω — μόρτης — επιτήρηση — εκτίνω — ενδοκυβερνητικός — φατνωτός — Ψηλορείτης — κυλινδρισμός — αστερέωτος — εμπορευματολόγος |
|||