|
ο пьяница #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пьяница? — γαβαθιάρης как с (ново)греческого переводится слово γαβαθιάρης? — пьяница — πολεοδόμος — μεγαλορρήμων — καμάκισμα — φρεσκογυαλισμένος — συγκατοικία — τσευδός — γεντέκι — έκθυσις — κακοχρονιά — εμπύρευμα — τεταμένος — τσεμπέρι — εδαφολογικός — γλαυκός — πεπονόσπορος — φτυαράκι — εποικιστικός — ηλιοσκόπιο — ασαγήνευτος — αξεσήκωτος — χουβαρνταλίκι |
|||