|
η 1) продолжение (действие); 2) см. επακολούθημα #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продолжение? — επακολούθηση как с (ново)греческого переводится слово επακολούθηση? — продолжение — σκευάζω — μπαταλεύω — εμβρυοκτόνος — αγονία — θαμώνας — κουφαίνομαι — φιλοτάραχος — απασχολούμαι — πρόσκρουση — έστωντας — ζεστούτσικος — δενδροφυτεύω — επικαταλλαγή — πυρετογόνος — ζαβολιάρικος — εμπροστά — αγκάθι — αξάφνιαστος — λογγήσιος — ψιμάρνι — λεπτοκαρυέλαιον |
|||