Новогреческий словарь
χυλόπιττα
χυλόπιττα
η
блин
;
===
έφαγε τη ~ — [phrase]он остался с носом [/phrase] (о неудаче в любви)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
блин
? —
χυλόπιττα
как с
(ново)греческого
переводится слово
χυλόπιττα
? — блин
#
(ново)греческий словарь
—
υπερτατικός
—
αποτύπωμα
—
λαχανοσαρμάς
—
κυβιστικός
—
αριστερόχερος
—
απελευθερία
—
αντίστοιχος
—
πρωτοκαθεδρία
—
ανεμψύχωτος
—
πρωτεϊνοθεραπεία
—
στενογραφικός
—
προψές
—
πατροκτόνος
—
ογδοηκονταετηρίδα
—
ακοσμία
—
περιβραχιόνιο
—
λακέρδα
—
ραντιστικός
—
σύμβλημα
—
στύψη
—
λουκέτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве