|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξοφλημένος? — — στρυμώχνομαι — βαρύφωνος — αλέκιθος — παρατάσσω — δρομέας — παλινδρομώ — βάτευμα — απώτερος — σκοπευτής — βενζιναντλία — ζέψιμο — πολιτεύομαι — τρίμετρος — μποσικάρω — μελανός — ξεσέλλωτος — μισθοφόρος — καλλιστεία — μαντζαφλάρι — απρέπεχα — ανελίσσομαι |
|||