Новогреческий словарь
ούλος
ούλ|ος
:
===
γυναίκα μέ τά ούλα της! — [phrase]женщина что надо![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ούλος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μαργαρίνη
—
οζονίζω
—
διδακτορικός
—
καταιγισμός
—
ηλεκτροδυναμόμετρο
—
πολυλογάς
—
απαύγασμα
—
μαγνητεγερτικός
—
αγαθωνυμία
—
ρυγχωτός
—
εκπροσωπεύω
—
θεώμοι
—
καμιόνι
—
μικρούλης
—
εξπρεσσιονισμός
—
εμπορευματολόγος
—
γυμνητεύω
—
τετράγλωσσος
—
γαλακτίνη
—
κτήνος
—
ημισφαίριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве