|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μητερούλα? — — καλόκαρδος — αλόγιστα — στεγανοποιούμαι — ενύπαρκτος — αραβίδα — μαγαζιάτικο — νομοσχέδιο — αδιάσπαστος — Άνθιμος — διαφυλάσσω — λακωνίζειν — νίβω — ανενοίκαστος — συσσώρευση — επιγαμία — κερασόχρους — μονοπωλώ — διπλόφαρδος — υμνογραφικός — φυσομανάω — σαγήνευμα |
|||