Новогреческий словарь
ελπιδοφόρος
ελπιδοφόρ|ος
обнадёживающий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обнадёживающий
? —
ελπιδοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελπιδοφόρος
? — обнадёживающий
#
(ново)греческий словарь
—
σπανιότητα
—
γαϊτανοφρυδούσα
—
περιπαικτικά
—
ζωογονία
—
ξεγλιστράω
—
απετάλωτος
—
βάδιση
—
υδατικός
—
απέχθεια
—
ανεπρόκοπος
—
αντικοινοβουλευτικός
—
σερβίτσιο
—
αποκρυφτώ
—
αναισχύντως
—
κουκουές
—
προφητάναξ
—
σαββατογεννημένος
—
γραφογνωστική
—
πλέξιμο
—
χειροδύναμος
—
παρωτίτιδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве