|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμετολογία? — — αναλώνομαι — Κύπρις — διαμορφωτικός — αμετασκεύαστος — ανημέρωτος — καψάλα — βαφτώ — ακρόπολη — οντουλάρισμα — αυθυποταγή — απειλούμαι — επανεξετάζω — νησίδα — τειχίο — κουτεντές — ξαναμαθαίνω — αμετακίνητος — απντάλης — βροντοχτυπιέμαι — γοργοπορω — ανέγνωσα |
|||