|
юр. узаконивать, легализовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово узаконивать? — νομιμοποιώ как на (ново)греческом будет слово легализовать? — νομιμοποιώ как с (ново)греческого переводится слово νομιμοποιώ? — узаконивать, легализовать — γνεψιά — απαράβαλτος — κουραδάκι — αποχώριση — ευχερής — διοικών — δρομομετρία — δημοσίευμα — αναξιοπαθών — χτενισιά — αμολλάρω — συγχρωτίζομαι — λουτρικός — μισητά — κοσμοκρατορία — αστικοδημοκρατικός — ενδοθερμικός — ουσιαστικώς — αμετροέπεια — εφιχτός — γοδέρω |
|||