|
неширокий, узкий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неширокий? — άπλατος как на (ново)греческом будет слово узкий? — άπλατος как с (ново)греческого переводится слово άπλατος? — неширокий, узкий — επαινετήριος — ποιμενικό — πρωτεύω — Αργεντίνος — μαχαίρι — πιές — ανακυκλικός — απανωτός — επαίσχυντος — αποκυλιούμαι — τσίρκος — τσουκαλάδικο — πέρκα — ασφυκτικότητα — δύσνους — γέμιση — απελπίζομαι — χαρτζιλίκωμα — οινοπαραγωγή — κατσιποδιά — ανθοφόρος |
|||