|
операционный; ~ή τράπεζα — операционный стол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово операционный? — εγχειρητικός как с (ново)греческого переводится слово εγχειρητικός? — операционный — απροσπέραστος — λαχτάρισμα — λησμονάω — βιολιτζού — πρωτοείδωτος — αλκοολοποιία — πτέρωμα — μεγαλαυχία — επονείδιστος — ιχθυαγορά — χοχλιός — καρκίνος — πετροφυής — δικάζομαι — σορβιά — εξηνέχθην — μερί — σιροπιαστός — ασπροκιτρινίζω — μανίτσα — Ημικύκλιο |
|||