Новогреческий словарь
εγχειρητικός
εγχειρητικός
операционный
;
~ή τράπεζα — операционный стол
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
операционный
? —
εγχειρητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
εγχειρητικός
? — операционный
#
(ново)греческий словарь
—
μεσαντρούλα
—
φυτόχωμα
—
ταραμοσαλάτα
—
νησσοτροφία
—
φρίζα
—
κατεργαριά
—
άκρατος
—
πρωτάτο
—
νεώτερα
—
μελανίνη
—
μισθωτός
—
κεντήτρια
—
τύχη
—
φοροδιαφεύγω
—
συμπατριώτης
—
άκλωνος
—
αρχειοθέτηση
—
χολοειδής
—
εδήχθην
—
κουλουβάχατα
—
αμινοβενζόλιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве