|
ο русский; Ρώσσος επιστήμονας — русский учёный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово русский? — Ρώσος как с (ново)греческого переводится слово Ρώσος? — русский — παλινδρομικώς — απαιτητός — ριγανάτος — κοκκοφοίνικας — σκιτζίδικος — όγδοο — καστανή — καιροσκοπισμός — αζωογόνητος — μουτσούνα — χάλυψ — σπόγγισμα — ενιαυσιότητα — κερώνω — άπατος — ολοκληρωτικούς — άστατος — κόθορνος — στεάτινος — απελαύνω — εννεοσύλλαβος |
|||