Новогреческий словарь
εισιτήριο
εισιτήριο
το
билет
;
~ μέ επιστροφή (или μετ' επιστροφής) — билет туда и обратно
;
~ επιστροφής — обратный билет
;
~ τού τραίνου — железнодорожный билет
;
~ διαρκείας — сезонный билет
;
~ δωρεάν — бесплатный билет
;
~ θεάτρου — билет в театр
;
===
~ νοσοκομείου — направление в больницу
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
билет
? —
εισιτήριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
εισιτήριο
? — билет
#
(ново)греческий словарь
—
αξιώνομαι
—
θεσμός
—
ολόκορμος
—
συσσιτολόγιο
—
καλαπόδι
—
βαλτόνερα
—
αιματομετρία
—
αποδαύτος
—
χυμευτική
—
βούβα
—
αποβρέχω
—
πίκκολο
—
ζωοκτονία
—
ευδιαλυτότης
—
περίγραπτος
—
αρτεργάτρια
—
φασματόμετρο
—
γλαυκομμάτα
—
χυμοποιώ
—
φαινομενικά
—
απρόσληπτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве