Новогреческий словарь
καλυτέρευση
καλυτέρευση
улучшение
;
~ τών σχέσεων μας — [phrase]улучшение наших взаимоотношений[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
улучшение
? —
καλυτέρευση
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλυτέρευση
? — улучшение
#
(ново)греческий словарь
—
ξυλοκρέβατο
—
πολλαπλασιαστικός
—
τεταρτάκι
—
πραγματικότητα
—
ιέρακας
—
ανεμοστρόβιλος
—
Ιανουάρης
—
ανηφορικός
—
ξηραγκιανός
—
ζούζουλο
—
κουμπωμένος
—
ποντιακός
—
στιχοποιός
—
εγκαυστική
—
μαροκέν
—
ευπατρίδης
—
κανακεύομαι
—
εξαδακτυλία
—
κλατάρω
—
Περσία
—
κατακύρωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве