|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανιχνευτικό? — — σταχτερός — χειροτερεύμα — ανδρολογία — ξεσχολίζω — αντίκλειθρον — αζύγωτος — αλλότροπος — αδαμάλιστος — σανιδοειδής — κύλιση — κρεμιέμαι — μωρολόγημα — μετατίθημι — αφροστεφής — οιακοστρόφος — φρύττω — αξίδιαστος — μαλαχτάρι — κατακόρυφος — αγαλλιάζω — ουρόλιθος |
|||