|
жарить на медленном огне #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жарить на медленном огне? — αργοψένω как с (ново)греческого переводится слово αργοψένω? — жарить на медленном огне — ποάνθραξ — υπέρθλιψη — σουηδέζικος — συγκομίζω — λεπτουργικός — κολοκυθόσπορο — πλουσιόπαιδο — λοίσθιος — ουδαμόθεν — επενεργώ — τολύπη — Μαυρίδης — κακκαρώνω — κατατέμνω — θεόκτιστος — αρχιλογιστής — ύστερος — εγγάστρωμα — στραγγάλισμα — αιματόχρωμος — διαιτήσιμος |
|||