|
η удар прикладом; δίνω ~ές — бить прикладом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удар прикладом? — κοντακιά как с (ново)греческого переводится слово κοντακιά? — удар прикладом — παρεπόμενος — ρετάλια — βαθυμετρικός — πρωθιερέας — αναλγησία — ψιλορωτάω — αυτοδικαίως — λιθανθρακωρύχείο — πρωϊνή — ακόλλητος — ωτοσκοπία — επιχρυσωμένος — μακρόβιος — λούλα — οξόνη — αχείμαντος — όπιο — γερόντιον — ασφαλτόπλινθος — νεοζωϊσμός — ψιλοδουλεμένος |
|||