|
весёлый; улыбчивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово весёлый? — φιλομειδής как на (ново)греческом будет слово улыбчивый? — φιλομειδής как с (ново)греческого переводится слово φιλομειδής? — весёлый, улыбчивый — δαίμονας — δασκαλωσύνη — αφιλομαθία — σφυρώ — γυναικοδουλειά — υπουργοποίηση — ανθώνας — κουκκίδα — κεφαλαιώδης — αντωνυμικώς — αναφροδισία — γιγαντιαιώρημα — τουρμπίνα — κουνάδι — επανορθώσιμος — ζηλότυπος — σπαρτός — ερειστικός — αριθμοδείκτης — αθυρογλωσσία — παλιρροιόμετρο |
|||