Новогреческий словарь
τσιμέντο
τσιμέντο
το
цемент
;
===
~ να γίνει! — черт с ним!, προпади он пропадом!
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
цемент
? —
τσιμέντο
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσιμέντο
? — цемент
#
(ново)греческий словарь
—
ποδοπάτηση
—
αρχιεροσύνη
—
επιστόμωσις
—
αλλοτροπισμός
—
ξιέμαι
—
συμβατικότητα
—
πεταλουργός
—
αγουρόλαδο
—
αεριωθούμενος
—
διαφημιστής
—
λαξεύω
—
κτένι
—
αναπτυγμένος
—
αποικιοκράτης
—
μακελλάρης
—
απράντο
—
κομματιάζομαι
—
φαφλατάρω
—
υπερτονώνω
—
δέρνομαι
—
δερματόκολλα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве