|
удовлетворительный; достаточный; ~ή απάντηση — удовлетворительный ответ; ~ μισθός — хороший оклад #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удовлетворительный? — ικανοποιητικός как на (ново)греческом будет слово достаточный? — ικανοποιητικός как с (ново)греческого переводится слово ικανοποιητικός? — удовлетворительный, достаточный — συμμισακάτορας — μεσόθυρο — βουργάρικος — αποχείμωνα — μουστερίδισσα — ηλέκτριση — παραδειγματισμός — εισάγομαι — θηρευτική — Τσικνοπέμπτη — κασιδιάρης — αναστηλωτικός — πενηντάρης — απόγυρος — αρριζοβόλητος — κιτρολεμονιά — καμωματάκι — κοσμολογία — ποδοπατώ — χορτοφαγία — πιδέξιο |
|||