Новогреческий словарь
πρωτόγαμος
πρωτόγαμ|ος
вступающий в брак в первый раз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вступающий в брак в первый раз
? —
πρωτόγαμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρωτόγαμος
? — вступающий в брак в первый раз
#
(ново)греческий словарь
—
γαιούχος
—
πρωτομάρτυρας
—
πρωθυπουργία
—
εποπτεύω
—
σκαριφισμός
—
ξινόμηλο
—
ελαιόφυτος
—
άργαστος
—
εποικοδομητικά
—
γίγλα
—
δεκαοχτάχρονος
—
χαιρέκακος
—
πλατύτητα
—
πρόθυμος
—
παραφρονώ
—
αντασφαλίστρια
—
καταπονιέμαι
—
αντικαταναλωτικός
—
ανομιμοποίητος
—
γαλακτοπαραγωγή
—
ανοιγοσφαλνώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве