Новогреческий словарь
σού
σού
γεν. от σύ :
τό σπίτι σου — [phrase]твой дом[/phrase]
;
τί σου είπε; — [phrase]что он тебе сказал?[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σού
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λεξικολογικά
—
αρτήρ
—
ασίγητος
—
υαλογραφώ
—
χαϊδεύομαι
—
εγκληματολογία
—
φίμωση
—
σοβαρολογώ
—
δεκαπεντάκις
—
εξασκώ
—
προστάτης
—
πέτσα
—
άκρατος
—
έεκεια
—
άρπα
—
φραουλιά
—
αεροναύτης
—
παραέξω
—
κορνιζωμένος
—
βασκανιστής
—
μισθοδοσία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве